- βλεμεαίνω
- βλεμεαίνωexultpres subj act 1st sgβλεμεαίνωexultpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλεμεαίνω — (Α) βλέπω βλοσυρά με συνείδηση της υπεροχής μου («σθένεϊ βλεμεαίνων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με λατ. glomus «κουβάρι». Το ρ. βλεμεαίνω σχηματίστηκε πιθ. από *βλέμος, αβλεμής «αδρανής, άτονος, ασθενής» ή κατά το πρότυπο του… … Dictionary of Greek
βλεμεαίνοντι — βλεμεαίνω exult pres part act masc/neut dat sg βλεμεαίνω exult pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεμεαίνει — βλεμεαίνω exult pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεμεαίνειν — βλεμεαίνω exult pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεμεαίνεις — βλεμεαίνω exult pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεμεαίνων — βλεμεαίνω exult pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενεαίνω — (Α) 1. δείχνω προθυμία να κάνω κάτι, προθυμοποιούμαι («μενεαίνεις Ἰλίου ἐξαπαλάξαι πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ σφοδρά κάτι («ἐμοὶ μενέαινον ὄλεθρον», Κόιντ.) 3. οργίζομαι σφοδρά 4. φρ. «κτεινόμενος μενέαινε» ψυχομαχούσε, πεθαίνοντας ανέπνεε… … Dictionary of Greek